- διαθλαστικότητα
- [-ης (-ητος)] η физ. преломляемость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθλαστικότητα — η η ιδιότητα τών διαφανών σωμάτων να προκαλούν διάθλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ., διαθλαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
διαθλαστικότητα — η η ιδιότητα του διαθλαστικού: Η πυκνότητα των σωμάτων καθορίζει το βαθμό της διαθλαστικότητάς τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθλαστός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διαθλάται ή υπόκειται σε διάθλαση 2. το ουδ. ως ουσ. το διαθλαστόν η διαθλαστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθλώ Ι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek
ανισοτροπία — η (φυσ.), ιδιότητα κρυσταλλικών σωμάτων κατά την οποία οι φυσικές σταθερές τους, όπως λ.χ. η διαθλαστικότητα, παίρνουν διαφορετική τιμή ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία εξετάζονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)